διαβροχος

διαβροχος
    διάβροχος
    διά-βροχος
    2
    1) орошаемый
    

(ἄγκος ὕδασι διάβροχον Eur.)

    2) влажный, полный слез
    

(ὄμμα Eur.)

    3) влажный, сырой
    

(γῆ Arst.; τόπος Polyb., Plut.)

    4) протекающий, давший течь или отсыревший
    

(νῆες Thuc.)

    5) смоченный, вымоченный
    

(ὄξει Plut.)

    6) пропитанный или покрытый
    

(αἵματι Plut.)

    τῇ μέθῃ δ. Luc. — совершенно пьяный

    7) размокший
    

(μαλακὸν καὴ διάβροχον σιτίον Plut.)

    δ. τῷ ἔρωτι ирон. Luc. — размякший от любви


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διαβροχος" в других словарях:

  • διάβροχος — very wet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάβροχος — η, ο (AM διάβροχος, ον) [διαβρέχω] βρεγμένος, καταμουσκεμένος αρχ. 1. δακρυσμένος 2. μεθυσμένος 3. αυτός που κατέχεται υπερβολικά από κάποιο πάθος …   Dictionary of Greek

  • διάβροχον — διάβροχος very wet masc/fem acc sg διάβροχος very wet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρόχοις — διάβροχος very wet masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρόχοισι — διάβροχος very wet masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρόχου — διάβροχος very wet masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρόχους — διάβροχος very wet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρόχων — διάβροχος very wet masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρόχῳ — διάβροχος very wet masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάβροχα — διάβροχος very wet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάβροχοι — διάβροχος very wet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»